- περιστέφεται
- περιστέφωenwreathepres ind mp 3rd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
αλιστέφανος — ἁλιστέφανος, ον και ἀλιστεφής, ές (AM) αυτός που περιστέφεται, που περιβάλλεται από θάλασσα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἁλι * (< ἅλς) + στέφανος < στέφω] … Dictionary of Greek
περιστέφω — Α 1. περιβάλλω κάτι σαν σε στεφάνι, περιστεφανώνω 2. περικυκλώνω 3. παθ. περιστέφομαι μτφ. κοσμούμαι με αρετή («ὁ παῑς ἀρετῇ περιστέφεται», Αφθόν.) … Dictionary of Greek